-
1 ἐπ-ανα-βαίνω
ἐπ-ανα-βαίνω (s. βαίνω), poet. ἐπαμβαίνω, hinaufsteigen, z. B. aufs Pferd, αὐτῶν ἐπαναβεβηκό των, nachdem sie aufgesessen waren, Her. 3, 85; vom Meere aus, landeinwärts, Thuc. 7, 29; die Mauern ersteigen, Xen. Hell. 7, 2, 8; ἐπὶ τὸ φροντιστήριον Ar. Nubb. 1487; ἐπ' ἐκεῖνο Plat. Tim. 63 b; εἰς τὰς τῶν ταξιάρχων χώρας Xen. Cyr. 2, 1, 23, zum Tariarchen befördert werden; von Sternen, Arist. meteor. 1, 6. – Bei Sezt. Emp. ist τὸ ἐπαναβεβηκός das Darüberstehende, wozu man weiter hinausgeht, adv. math. 8, 32 Pyrrh. 1, 38, das Generelle. – Von Thieren, bespringen, Arist. de anim. 6, 23; Ath. XIII, 605 e.
См. также в других словарях:
επαναβαίνω — ἐπαναβαίνω και ποιητ. τ. ἐπαμβαίνω (AM) [βαίνω] 1. ανεβαίνω πάνω σε κάτι («κἄπειτ ἐπαναβὰς ἐπὶ τὸ φροντιστήριον τὸ τέγγος κατάσκαπτ », Αριοτοφ.) 2. (για αξίωμα) προάγομαι, προβιβάζομαι («εἰς τὰς τῶν ταξιάρχων χώρας ἐπαναβήσεσθαι», Ξεν.) 3. (για… … Dictionary of Greek
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek
ДАВИД ДИСИПАТ — ДИСИПАТ [греч. Ϫαυΐδ, Ϫαβὶδ Ϫισύπατος] († между 1347 и 1354), мон., богослов, сторонник учения свт. Григория Паламы. С. Петридис (см.: Pétridès S. David et Gabriel, hymnographes // EO. 1905. Vol. 8. P. 299) предположил возможность отождествления… … Православная энциклопедия